- ἐρυθρόπους
- ἐρυθρό-πους, ὁ, ἡ, neut. πουν,A redfooted,
πελειάς Arist.HA544b4
.II a bird, prob. the redshank, Totanus calidris, Ar.Av.303.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελειάς Arist.HA544b4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερυθρόπους — ἐρυθρόπους, ουν (Α) 1. (για πτηνά) αυτός που έχει ερυθρά πόδια, ο κοκκινοπόδαρος 2. είδος υδρόβιου πτηνού, πιθ. ακτίτις η υπόλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + πους] … Dictionary of Greek
ἐρυθρόπους — redfooted masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθρόπουν — ἐρυθρόπους redfooted masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολετός — (boletus). Γένος υμενομυκήτων βασιδιομυκήτων της οικογένειας των βολετιδών. Το καρπόσωμα αυτού του μανιταριού είναι σαρκώδες, λείο, πιο σπάνια τριχωτό, συνήθως μεγάλου μεγέθους. Έχει κεντρικό πόδα και πίλο με την εξωτερική επιφάνεια σχεδόν… … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
κεβλήπυρις — (Α) 1. ονομασία πτηνού με κόκκινο πτέρωμα στο κεφάλι («κόκκυξ, ερυθρόπους, κεβλήπυρις», Αριστοφ.) 2. ως κύριο όν. ὁ Κεβλήπυρις παρώνυμο τού Θεμιστοκλή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τις λ. κεβλή* και πῦρ, δηλ. «πτηνό με κόκκινο… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
βάλλoς — (ballus). Γένος αραχνιδίων αρθροπόδων της οικογένειας των σαλτικιδών. Ζουν σε πολλές χώρες, όπως επίσης και στην Ελλάδα. Είναι έντομα μικρά σε μέγεθος, με κεφαλοθώρακα αρκετά μεγάλο και μάτια καλά ανεπτυγμένα, στο πάνω και πίσω μέρος του.… … Dictionary of Greek
ημιπτεροειδή ή ρυγχωτά — Υπέρταξη υδροβίων και χερσοβίων εντόμων. Τα η. έχουν διάφορες μορφές, μερικές φορές περίεργες, όπως σε μερικά εξωτικά είδη. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν από 12 εκ. –όπως του βελόστομου του μεγάλου της Κεντρικής Αμερικής– μέχρι 1 χιλιοστό ή και… … Dictionary of Greek